- -αλάς
- Γλωσσ.κατάλ. επιτατική ή μεγεθυντική, περιορισμένης παραγωγικότητας, που προήλθε ανομοιωτικά με τροπή τού ρ σε λ) από την κατάλ. -αράς < -άρα*, όταν στη λ. υπήρχε και άλλο ρ, ή από θηλ. ουσιαστικά σε -άλα ή αρσ. σε -αλος με την κατάληξη -άς.Παραδείγματα: κρεμανταλάς, Τουρκ-αλάς, Γιωργ-αλάς κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.